GUILIANO SERAFINI

"ΜΕΤΑΞΥ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ"

Μετάφραση: Λένα Θεοδωρίδου-Kirman
   

Στον αντίποδα του Cézanne, του μεγάλου αποδομητή-αναδομητή της ορατής τάξης πραγμάτων, στις αρχές του 20ου αιώνα ο μοντερνισμός στην τέχνη διατυπώνεται από την ανάγκη να απελευθερώσει μέσα απο το σημάδι και τη χειρονομία , τον ψυχικό παλμό του δημιουργού της, ενός δημιουργού που ποτέ πριν δεν είχε ην ευκαιρία να αποκαλύψει την προσωπική του αμεσότητα, ούτε να επιβάλλει “εδώ και τώρα” τα ίχνη της ύπαρξής του και της παρουσίας του στον κόσμο.

Από τους Die Brücke μέχρι τον De Kooning, τον Pollock και τους Cobra, αλλά ακόμα και με τους writers των μεγαλουπόλεων, όσους δηλαδή καταγράφουν τα όσα συμβαίνουν εκεί, κατά βάθος η ιστορία παραμένει η ίδια και χαρακτηρίζεται με ένα ορισμό όπου για πρώτη σχεδόν φορά μπορούμε να πούμε έχει σχέση με μια δεδομένη μεταφυσική ατμόσφαιρα που είναι πάνω απ’ όλα ένα δεδομένο stimmung τέχνης : τον εξπρεσιονισμό. Τούτο ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι υφίσταται «μεταφορά» εκ των έσω, μια μεταφορά που θαρρείς διέπεται απο φυγόκεντρο δύναμη- δηλαδή με κατεύθυνση αντίθετη απο εκείνη που χαρακτήριζε τον ιμπρεσιονισμό- σαν μια παρόρμηση του υποσυνείδητου. Με άλλα λογια, προκειται για την αποβολή μιας συγκινησιακής κατάστασης η οποία μέλλει να μεταφραστεί, απο οπτικής πλευράς, σε τραύμα, σε ακραία παραμόρφωση της πραγματικότητας, και κατά συνέπεια της εικόνας την οποία μεταφράζει: μέχρι του σημείου να την αρνείται και -ενδεχομένως- μέχρι του σημείου να πηγαίνει ακόμα και «πέρα απο αυτήν». Άλλωστε, αν λάβουμε υπό οψη μας την πορεία της παρόρμησης, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό είναι αναπόφευκτο.

Η δουλεια της Μίνας Παπαθεοδώρου- Βαλυράκη εγγράφεται, τουλάχιστον όσο αφορά την ποιητική της διάσταση, μέσα σε ό,τι παραμένει η συνισταμένη της αισθητικής όλων των εποχών, πριν καν μετουσιωθεί σε συγκεκριμένη ιστορική τάση.

Θέλω να πω, ότι η αναζήτηση της αθηναίας ζωγράφου χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από μια ζωτικότητα που ανάγεται σε προϋπόθεση της εικαστικής της γραφής, με την έννοια ότι το θεματικό της ρεπερτόριο, το οποίο εξάλλου είναι εξαιρετικά ευρύ και ποικιλόμορφο-και εξίσου τελεσφόρο είτε πρόκειται για φύση, για την ανθρώπινη μορφή ή μηχανικά στοιχεία και τεχνολογία- σε τελική ανάλυση έχει πάντα να κάνει με την ίδια ενεργειακή φόρτιση.

Με άλλα λογια για την Μίνα Παπαθεοδώρου- Βαλυράκη το συναίσθημα δεν περιορίζεται δηλαδή στο ρόλο της πρόφασης και της απαρχής της δημιουργικότας του καλλιτέχνη. Αντιθέτως, τροφοδοτεί την καλλιτεχνική δημιοργία καθόλη την πορεία της, και την μπολιάζει με τους κραδασμούς και τις ρωγμές που επιφέρει ,ακόμα και με τις υπερβολές του, και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα λέγαμε ότι μετατρέπεται σε συστατικό, σε «υλικό» ολόκληρης της ζωγραφικής διαδικασίας.

Αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Το στιλ αυτό καθ εαυτό - αναφέρομαι στην όνο νεύρο, διακεκομμένη πινελιά, στην απόλυτη ελευθερία του συμβόλου (σημάδι) που απελευθερώνεται στην σχεδόν τυχαία ενστάλλαξη χρώματος ή dripping, μέχρι και τις βίαιες εκρήξεις του καθαρού χρώματος γίνεται , εν ολίγοις, ένα είδος ιδεογράμματος, «αναπαράσταση» και «περιεχόμενο» της δουλειάς της Μίνας Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη. Και ακριβώς πάνω σε αυτό μπορούμε να αναγνωρίσουμε εκείνη την τέλεια αντιστοιχία μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου που κατά τον Ferdinand de Saussure αποτελούν τον αληθινό και αποκλειστικό σκοπό της τέχνης. Χωρίς να ξεχνάμε ότι μια τέτοια συνταύτιση θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχή η οποία διακρίνει, στην τέχνη το εικονικό λεξιλόγιο από το ανεικονικό, αποκηρύττοντας έτσι ολόκληρη την θεωρητική του έλλειψη υπόστασης.

Η προσέγγιση μου στην ζωγραφική της Μίνας Παπαθεοδώρου –Βαλυράκη βασίζεται ουσιαστικά σε αυτές τις σκέψεις. Πρόκειται για τις ίδιες σκέψεις που θα έκανα σε σχέση με τα πάθη της και τα πολιτιστικά της χρέη, η επιρροή των οποίων, αν και έμμεση και γεμάτη νύξεις, απόλυτα υποσυνείδητη θα έλεγα, έχει αφήσει κατά κάποιο τρόπο τα ίχνη της. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο μπορούμε να δούμε και τι συνέχεια της δουλειάς της.

Κυρίως όμως πρέπει να υπογραμμιστεί ότι βρισκόμαστε σε πλήρη ιστορική χαλαρότητα, σε ένα κλίμα διεθνούς «λυρικής αφαίρεσης» το οποίο αναπτύχθηκε γύρω στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Ένα κίνημα όπου η χειρονομιακή εκφραστικότητα κινητοποιείται απο ένα είδος λυτρωτικής ύβρεως, με άλλα λόγια αφήνεται σε παράλογα ερεθίσματα και συνοδεύει την ακατανίκητη ανάγκη του καλλιτέχνη για έμπνευση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η χειρονομιακή δημιουργία και το αισθητικό αποτέλεσμα, επαναλαμβάνω, μετατρέπονται σε δύο απόλυτα ταυτόχρονα γεγονότα χωρίς κενά και χρονικά διαλείμματα. Σε τελική ανάλυση αυτό που βλέπουμε στον καμβά είναι ένα φαινόμενο της εσωτερικότητας, εκδήλωση ενός γίγνεσθαι. Αναφέρομαι εκτός από τον Pollock και τον De Kooning, στον Sam Francis, τον Hartung και τον Kline και κυρίως στον Mathieu, για αυτή τη ζωγραφική η οποία μεταφράζει άμεσα την πραγματικότητα και για μια «γραφή» που αποκαλύπτει την βαθύτερη και μύχια ύπαρξη του ατόμου.

Η ζωγραφική της βρίσκει τον πλέον αυθεντικό τρόπο έκφρασης ακριβώς μεταξύ της αντικειμενικής πραγματικότητας- την οποία εξάλλου η Μίνα Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη δεν θα αποποιούνταν ποτέ- και της υψηλότερης δυναμικής σύνθεσης. Ετσι, απεικονίζοντας αντικείμενα απο το βιομηχανικό και αστικό φυσικό περιβάλλον – όπως τους γερανούς στα λιμάνια και τα αυτοκίνητα που αποτελούν το θεματολόγιο αυτής της έκθεσης- η καλλιτέχνης δεν περιορίζεται μόνο στο να περιγράφει ούτε στο να τεκμηριώνει μια πλευρά της καθημερινότητάς μας αφού, πρόθεσή της είναι να καταστήσει ορατό το «αφηρημένο» που αυτές οι εικόνες εμπεριέχουν μέσα στην αναμφισβήτητη και ταυτόσιμη εικονική τους έκφραση.

Με λίγα λόγια το θέμα δεν είναι να κρίνουμε τη ζωγραφική της Μίνας Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη με βάση το αντικείμενο απο το οποίο αντλεί την έμπνευσή της (το οποίο εξάλλου δεν είναι παρά ένα σύμβολο των καιρών μας και τίποτα πάρα πάνω), αλλά να την αποκωδικοποιήσουμε στο σύνολό της, ως μια πραγματικά πλούσια και ειδική σύνθεση που πρέπει να αξιολογηθεί αποκλειστικά και μόνο χωρίς αναφορές σε τίποτα άλλο παρά μονο στην ίδια. Νομίζω ότι το να αποτολμήσουμε να την «διαβάσουμε» διαφορετικά θα ήταν μέγα σφάλμα.

Κατά βάθος η ρευστή, παχιά πινελιά της Mίνας αφήνει να τρέξει και να “κατακαθήσει” πάνω στον καμβά κάτι που μοιάζει με πρόκληση στο προφανές της όρασης. Η ζωγραφική της είναι χειρονομιακή και έχει πάντα μεγάλες διαστάσεις ακόμα κι όταν ο χώρος είναι περιορισμένος. Φαίνεται ότι στη δουλειά της η Μίνα «στοχάζεται» πάντα σε μεγάλη κλίμακα. Αυτό βλέπουμε στις σκελετωμένες σιλουέτες των γερανών που έχουν χαραχτεί και σκιτσαριστεί πάνω σε φόντα κίτρινα και ασημί, όπως επίσης και στα αυτοκίνητα αγώνων το πεταχτό σχέδιο των οποίων είναι σαν να διευρύνεται σε ένα είδος οπτικής έκρηξης όπου αποκαλύπτεται όλη η ένταση, το νεύρο και η εικονικότητα της κίνησης. Μια δυναμική που εμπλέκει και το χρώμα το οποίο η καλλιτέχνης χειρίζεται με επιθετική σχεδόν διαπεραστική προσέγγιση ένα χρώμα που πάντα «συνεργεί» με την εικόνα και με τήν έξαρση της.

Δηλαδή η σημασιολογική εξίσωση του Ferdinand de Saussure βρίσκει την τελειότερη έκφρασή της στη δουλειά της Μίνας Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη.


GUILIANO SERAFINI